functional integration | |
comun. | λειτουργική ενοποίηση |
test | |
carb. quím. electr. | δοκιμάζω |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
micr. | δοκιμή |
silvicult. | πείραμα |
| |||
λειτουργική ενοποίηση |
functional integration : 3 a las frases, 1 temas |
Comunicaciones | 3 |