dynamic pressure | |
cienc. | δυναμική πίεση |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
ambient. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
ingen. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
quím. | κυψελίδα μετρήσεως |
dynamic pressure : 3 a las frases, 3 temas |
Electrónica | 1 |
Ingeniería mecánica | 1 |
Medicina | 1 |