directional | |
IT electr. | κατευθυντικός |
array | |
gen. | παράταξη |
electr. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
fluj. IT | διάταξη; ταξινομητική διάταξη |
IT | μήτρα |
mat. | συστοιχία; διατεταγμένης σειράς |
| |||
κατευθυντικός |
directional array : 2 a las frases, 1 temas |
Electrónica | 2 |