controller | |
agric. | χειριστήριο |
cienc. ingen. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
comun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
ingen. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
micr. | ελεγκτής |
of | |
gen. | από |
remote | |
gen. | απόμακρη; απόμακρο; απόμακρος |
comun. | δορυφορικό κέντρο; εξωτερική εκπομπή; εξωτερική μετάδοση; κέντρο-δορυφόρος; ρεπορτάζ; υπόκεντρο |
Electronic | |
micr. | Ηλεκτρονική |
electronic | |
gen. | ηλεκτρονική; ηλεκτρονικό |
med. | ηλεκτρονικός |
electronics | |
ambient. | ηλεκτρονική/ηλεκτρονικά όργανα; ηλεκτρονικά όργανα |
| |||
χειριστήριο n | |||
βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως | |||
συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως | |||
διάταξη ελέγχου; ελεγκτήρας f | |||
ρυθμιστής m; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου | |||
ελεγκτής m (The part of a test rig that distributes tests to agent computers and collects test results) | |||
υπεύθυνος της επεξεργασίας | |||
υπολογιστής m; διαχειριστής m; πληρεξούσιος m | |||
ελεγκτής m | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
cont | |||
A person holding a valid licence to control air traffic | |||
con; ctlr | |||
ctrl |
controller of : 9 a las frases, 5 temas |
Comunicaciones | 1 |
Finanzas | 2 |
General | 1 |
Ingeniería mecánica | 1 |
Tecnología de la información | 4 |