coherent | |
gen. | συνεκτική; συνεκτικό; συνεκτικός; συναφής |
optical | |
gen. | οπτική; οπτικό; οπτικός |
array | |
gen. | παράταξη |
electr. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
fluj. IT | διάταξη; ταξινομητική διάταξη |
IT | μήτρα |
mat. | συστοιχία; διατεταγμένης σειράς |
technique | |
gen. | τεχνική |
| |||
συνεκτική; συνεκτικό; συνεκτικός; συναφής | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
coh |
coherent optical : 2 a las frases, 1 temas |
Ciencias de la tierra | 2 |