circuit | |
comun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
electr. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
interrupter | |
electr. | διακόπτης; διακόπτης εντός-εκτός |
circuit interrupter: 2 a las frases, 2 temas |
Electrónica | 1 |
Transporte | 1 |