| |||
διόγκωση; φούσκωμα | |||
έκρηξη γεώτρησης | |||
εκκένωση με πίεση | |||
θερμό καλούπι | |||
διόγκωση αφρού; διόγκωση πλαστικού αφρού | |||
φαινόμενο αλεπούς | |||
έκρηξη | |||
εμφύσηση | |||
εξοπλισμός προ-σταθεροποίησης με ατμό | |||
| |||
φύσημα; φυσώ | |||
εκκένωση με πίεση; εξώασκος,φλυκταινώδης εξέλκωσις | |||
φαινόμενο αλεπούς | |||
βεληνεκές | |||
φυσαλίδα | |||
| |||
φουμάρω | |||
διαμορφώνω με εμφύσηση | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
c.o.b. (Vosoni) | |||
| |||
blo | |||
leave (I'm going to blow out of here now); lost (He blew all his money gambling) | |||
slang for cocaine, a stimulant narcotic |
blowing: 246 a las frases, 27 temas |