absent | |
gen. | απούσα; απόν; απών |
subscriber | |
fin. econ. | συνδρομητής; κατώτερος; υποτελής; εγγραφόμενος |
fin. tec. | πρόσωπο που ανέλαβε μετοχές; εγγραφόμενος |
jur. comun. IT | πελάτης |
micr. | συνδρομητής |
| |||
απούσα; απόν; απών | |||
Απουσία |
absent subscriber: 3 a las frases, 1 temas |
Comunicaciones | 3 |