Scientific Committee | |
gen. | επιστημονική επιτροπή; Επιστημονική επιτροπή |
cuid. industr. | επιστηµονική επιτροπή |
invest. | Επιστημονική Επιτροπή |
jur. ambient. | Επιστημονική επιτροπή |
scientific committee | |
gen. | επιστημονική επιτροπή |
ambient. | Επιστημονική Επιτροπή |
econ. | επιστημονική επιτροπή |
jur. ambient. | Επιστημονική επιτροπή |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
Problem | |
micr. | Πρόβλημα |
of | |
gen. | από |
environment | |
IT | Περιβάλον |
med. | περιβάλλον ntτος |
micr. | περιβάλλον |
transp. | συνθήκες λειτουργίας |
| |||
επιστημονική επιτροπή | |||
επιστηµονική επιτροπή | |||
Επιστημονική Επιτροπή | |||
Επιστημονική επιτροπή | |||
| |||
επιστημονική επιτροπή | |||
| |||
επιστημονικές επιτροπές | |||
| |||
Επιστημονική επιτροπή | |||
| |||
Επιστημονική επιτροπή της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων | |||
| |||
Επιστημονική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος | |||
| |||
επιστημονική επιτροπή (ΕE) | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
SC |
Scientific Committee on Problems of Environment : 1 a las frases, 1 temas |
Ambiente | 1 |