modular | |
comun. | δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός |
interface | |
agric. | τμήμα φλοιού μεταξύ δύο εντομών |
cienc. | διαχωριστική επιφάνεια |
cienc. electr. | ενδιάμεσο ηλεκτρικής σύνδεσης |
comun. IT | διεπαφή |
comun. IT electr. | διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
metal. | διεπιφάνεια; επιφάνεια επαφής |
metal. electr. | επιφάνεια συγκολλήσεως |
extension | |
cienc. constr. | προέκταση |
comun. | δευτερεύουσα τηλεφωνική εγκατάσταση; δευτερεύουσα τηλεφωνική σύνδεση; εσωτερικό τηλέφωνο |
IT electr. | στιγμιαία κατάσταση βάσης δεδομένων |
med. | διαστολή; επιμήκυνση; διεύρυνση; έκταση |
micr. | επέκταση |
| |||
δομοστοιχειωτός; αρθρωτός' δομοστοιχειωτός | |||
αποτελούμενο από στοιχειώδη μέρη | |||
Inglés tesauro | |||
| |||
mod | |||
modu |
Modular Interface : 1 a las frases, 1 temas |
General | 1 |