DiccionariosForoContactos

   Inglés +
Google | Forvo | +

a las frases

cockpit

['kɔkpɪt] s
transp. θέση χειριστή αεροσκάφους; καμπίνα διακυβερνήσεως αεροσκάφους
transp., agric. πανοραμική καμπίνα ελκυστήρα
transp., avia. θάλαμος διακυβέρνησης; κόκπιτ m; πιλοτήριο n; φρέαρ χειριστή; χειριστήριο n; θάλαμος του πιλότου αεροπλάνου; καμπίνα κυβερνήτη αεροσκάφους; καμπίνα πιλότου
 Inglés tesauro
cockpit ['kɔkpɪt] abbr.
abrev., mil., avia. ckpt
mil., abrev. cpt
Cockpit
: 28 a las frases, 7 temas
Astronáutica1
Ciencias de la tierra2
Comunicaciones1
Derecho laboral1
Ingeniería mecánica1
Tecnología de la información1
Transporte21