D | |
cienc. quím. | ασπαρτικό οξύ |
Düse | |
electr. | ακροφύσιο |
industr. constr. ingen. | ακροστόμιο εξωθητήρος; μήτρα εξωθητικού πιεστηρίου |
ingen. | πίδακας ρευστού από εγχυτήρα; ταχύρευμα εξαγωγής καυσαερίων; ακροστόμιο; αναβλυστήρας |
Ausstromungsgeschwindigkeit: 1 a las frases, 1 temas |
Ingeniería mecánica | 1 |