|
|
gen. |
υπηρεσίες τροφοδοσίας |
ambient. |
οπλισμός; στρατιωτικό υλικό |
econ. |
εξοπλισμοί |
pisc. |
ανάρτηση δικτύουκαθ.; κρέμασμα διχτυού |
tec. |
όπλο |
transp., industr., constr. |
εφοπλιστές |
transp., náut. |
εταιρία θαλάσσιων μεταφορών ; ναυτιλιακή εταιρία |
transp., náut., pisc. |
πλοιοκτησία, εταιρεία, πλοιοκτητική εταιρεία |
|
la flotte industrielle comprenant trois grands armements m | |
|
gen. |
ο στόλος βιομηχανικού μεγέθους που περιλαμβάνει τρεις μεγάλες πλοιοκτητικές εταιρείες |
|
Francés tesauro |
|
|
mil., logíst. |
Dans le domaine des explosifs, des armes ou des systèmes d'armes, passage d'un état de préparation non amorcé à un état de préparation amorcé. (FRA) |