DiccionariosForoContactos

   Finlandés
Google | Forvo | +
välivarasto form.
ambient. θέση - στόχος
cienc. σταθμός συσσώρευσης
IT μνήμη με καταχωριστή απομονωτή; προσωρινή μνήμη
silvicult. θέση επεξεργασίας