DiccionariosForoContactos

   Alemán
Google | Forvo | +
sustantivo | verbo | adjetivo | a las frases
Sperre s =, -n
gen. Θυρόφραγμα,κλαπέτο
electr. ασφάλιση; διάταξη ασφάλισης; διάταξη για το κλείδωμα; διάταξη κλειδιών; διάταξη σφράγισης
Sperre v =, -n
gen. φρένο,πέδη
cienc., ingen. ασφαλιστικός σύρτης; κλείδωμα; σύρτωση
comun. μπλοκάρισμα
constr. κινητόν φράγμα 2.φράγμα ανασχέσεως εισροής αλατούχου ύδατος
electr. σύστημα ακινητοποίησης; Φράγμα δυναμικού
ingen., electr. απολήκτης
IT, proc. "με κλείδωμα"
Sperrer v
med. διαχωριστής
Sperren adj. -s
comun., IT καθιστώ κατειλημμένη
electr. αποκοπή; αποκλεισμός; ασφάλιση; εμπλοκή
IT αδρανοποίηση
IT, proc. μεσοδιάστημα λέξεων
sperren adj.
comun. να αποκλεισθεί
econ., comun. τοποθετώ διάστιχα; γράφω μεταξύ των γραμμών; γράφω σε κάθε δεύτερη γραμμή; διαστιχώνω
electr. ανάσχεση; επιβράδυνση
fin., derech. δεσμεύω
IT, electr. παρεμποδίζω
micr. κλειδώνω
 Alemán tesauro
Sperr v
ferroc. Sperrung
Sperren: 60 a las frases, 12 temas
Ciencias de la vida1
Comunicaciones6
Construcción7
Electrónica9
Finanzas2
Industria3
Ingeniería mecánica6
Microsoft3
Piscicultura piscicultura4
Química1
Tecnología de la información11
Transporte7