DiccionariosForoContactos

   Alemán
Google | Forvo | +
sustantivo | sustantivo
Gaskraftwerk m
ambient. μονάδα εργοστάσιο που λειτουργεί με χρησιμοποιεί αέριο; μονάδα εργοστάσιο που λειτουργεί με χρησιμοποιεί αέριο
Gaskraftwerke n
industr. εργοστάσιο αερίου; εργοστάσιο παραγωγής αερίου