DictionaryForumContacts

Google | Forvo | +

ackòrdsarbete

n ~t
forestr. εργασία με το κομμάτι
lab.law. εργασία που πληρώνεται κατ'αποκοπήν
law, lab.law., transp. εργασία αμοιβόμενη κατά μονάδα παραγόμενου προϊόντος

Add | Report an error | Get short URL | Language Selection Tips