DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
accessnät n
commun. τοπικός βρόχος; συνδρομητική γραμμή; συνδρομητικός βρόχος
commun., IT δίκτυο πρόσβασης; δίκτυο πολλαπλής πρόσβασης