Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Arabic
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Japanese
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
abonnentapparat
n
commun.
τηλεφωνική συσκευή συνδρομητή
el.
τηλεφωνική εγκατάσταση
;
τηλεφωνική συσκευή
;
τηλεφωνική σύνδεση
;
τηλεφωνικό κέντρο
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips