DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
abortar v
med. αποβάλλω; διακόπτω; ματαιώνω; ρίπτω
aborto v
gen. έκτρωση; διακοπή κύησης; διακοπή της κύησης
commun. απόρριψη
econ. άμβλωση
med. ακούσια αποβολή (abortus spontaneus); αποβολή (abortus); αυτόματος έκτρωση (abortus); αυτόματος εκβολή (abortus); προκληθείσα έκτρωσις; τεχνητή έκτρωση; τεχνητή εκβολή
abortar
: 63 phrases in 8 subjects
Communications2
Economics2
General2
Health care11
Information technology3
Mechanic engineering1
Medical38
Transport4