| |||
αποβάλλω; διακόπτω; ματαιώνω; ρίπτω | |||
| |||
έκτρωση; διακοπή κύησης; διακοπή της κύησης | |||
απόρριψη | |||
άμβλωση | |||
ακούσια αποβολή (abortus spontaneus); αποβολή (abortus); αυτόματος έκτρωση (abortus); αυτόματος εκβολή (abortus); προκληθείσα έκτρωσις; τεχνητή έκτρωση; τεχνητή εκβολή |
abortar : 63 phrases in 8 subjects |
Communications | 2 |
Economics | 2 |
General | 2 |
Health care | 11 |
Information technology | 3 |
Mechanic engineering | 1 |
Medical | 38 |
Transport | 4 |