abonado | |
agric. | ενίσχυση με κοπριά; ενίσχυση με λίπασμα; λίπανση |
commun. IT | συνδρομητής τηλεπληροφόρησης; χρήστης |
el. | συμβεβλημένος πελάτης |
law fin. el. | καταναλωτής; πελάτης |
transp. avia. | συνδρομητής |
abonar | |
fin. | εμβάζω |
urbano | |
social.sc. | αστός |
abonado urbano : 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |