i" | |
fin. | μέγεθος που δεν επιτρέπει την πτώχευση |
transport | |
environ. | μεταφορά |
forestr. | κύριος δρόμος μεταφοράς; μεταφέρω |
transp. | μεταφορά; εμπορευματική μεταφορά με ενιαία φορτωτική; ενιαία μεταφορά εμπορευμάτων |
Acordul privind transportul : 2 phrases in 1 subject |
Transport | 2 |