DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
noun | verb
abano n
forestr. ραγάδα f; σχισμή; ρωγμή ξύλου λόγω ξήρανσης
abanar v
forestr. εγκάρσια ραγάδα; αποκόλληση αυξητικών δακτυλίων; ραγάδες τοξοειδείς ή περιφερειακές; ακτινική ραγάδα εγκαρδίου ξύλου