Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Bulgarian
Czech
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Lithuanian
Polish
Romanian
Russian
Slovak
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
verb
abano
n
forestr.
ραγάδα
f
;
σχισμή
;
ρωγμή
ξύλου
λόγω ξήρανσης
abanar
v
forestr.
εγκάρσια ραγάδα
;
αποκόλληση αυξητικών δακτυλίων
;
ραγάδες τοξοειδείς ή περιφερειακές
;
ακτινική ραγάδα εγκαρδίου ξύλου
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips