DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
benzeno n
chem. βενζόλη
environ. βενζόλιο m; βενζένιο m; βενζόλιο/βενζένιο m
epoxietil benzeno n
chem. εποξυαιθυλοβενζόλιο; οξείδιο του στυρολίου; φαινυλοξιράνιο
benzeno
: 7 phrases in 3 subjects
Chemistry4
Coal1
Medical2