DictionaryForumContacts

Google | Forvo | +

aktīvs, kura vērtība ir samazinājusies

fin., account. τοξικό περιουσιακό στοιχείο; τοξικό στοιχείο του ενεργητικού
fin., bank. απομειωμένο περιουσιακό στοιχείο; απομειωμένο στοιχείο ενεργητικού; περιουσιακό στοιχείο απομειωμένης αξίας

Add | Report an error | Get short URL | Language Selection Tips