DictionaryForumContacts

Google | Forvo | +
to phrases
abbondante adj.
fin. αγορά με ευρεία ζήτηση για τίτλους ή εμπορεύματα
med. άφθονος; πληθωρικός; πλούσιος
abbondante
: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Medical1

Add | Report an error | Get short URL | Language Selection Tips