2% | |
met. | συμβατικό όριο; συμβατικό όριο ελαστικότητας; τεχνικό όριο διαρροής |
semilavorati | |
comp., MS | παραγωγή σε εξέλιξη |
market. | εργασία σε εξέλιξη |
met. | ημικατεργασμένα προϊόντα |
semilavorato | |
chem. | ακατέργαστο κομμάτι |
comp., MS | παραγωγή σε εξέλιξη |
environ. | ημικατεργασμένο προϊόν; ενδιάμεσο αγαθό |
C | |
med. | χιλιοθερμίδα |
| |||
συμβατικό όριο; συμβατικό όριο ελαστικότητας; τεχνικό όριο διαρροής |
2)semilavorati c : 1 phrase in 1 subject |
Marketing | 1 |