2% | |
met. | συμβατικό όριο; συμβατικό όριο ελαστικότητας; τεχνικό όριο διαρροής |
Personale | |
comp., MS | Προσωπικό |
personale | |
gen. | προσωπικός |
C | |
med. | χιλιοθερμίδα; μεγάλη θερμίδα |
| |||
συμβατικό όριο; συμβατικό όριο ελαστικότητας; τεχνικό όριο διαρροής |
2)personale c : 1 phrase in 1 subject |
Marketing | 1 |