2% | |
met. | συμβατικό όριο; συμβατικό όριο ελαστικότητας; τεχνικό όριο διαρροής |
merce | |
gen. | εμπόρευμα |
commer. polit. fin. | αγαθό |
market. | βασικό εμπόρευμα |
merci | |
commer. labor.org. industr. | πρώτες ύλες |
econ. commer. | εμπορεύματα |
C | |
med. | χιλιοθερμίδα; μεγάλη θερμίδα |
| |||
συμβατικό όριο; συμβατικό όριο ελαστικότητας; τεχνικό όριο διαρροής |
2)merci c : 1 phrase in 1 subject |
Marketing | 1 |