DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
competenza f
gen. ικανότης m
comp., MS τεχνογνωσία f; προσόν
law αρμοδιότητα f
law, environ. αρμόδιo δικαστήριo, δικαιoδoσία; δικαιοδοσία/αρμοδιότητα/δωσιδικία f
law, lab.law. εξειδικευμένη γνώση; δικαιοδοτική ικανότητα
life.sc. προσληπτικότητα f
med. ειδικότητα f; καταλληλότητα f; ικανότητα f
sfera di competenza f
law έκταση της αρμοδιότητας
competenza
: 269 phrases in 26 subjects
Accounting2
Communications1
Criminal law1
Economics24
Education24
Employment1
Environment2
Finances9
General27
Government, administration and public services2
Human rights activism3
Information technology5
Labor law7
Law116
Marketing6
Materials science1
Mechanic engineering2
Medical2
Microsoft1
Mineral products1
Natural sciences1
Politics4
Procedural law8
Social science9
Trade unions1
Transport9