DictionaryForumContacts

Google | Forvo | +
to phrases

muto

v
agric. γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης
med. άηχος; άφωνος; χωρίς ήχο
mutare v
gen. μεταβάλλω
med. μεταλλάσσω μετάλλαξα; μεταλλάσσω
mosto muto v
agric. γλεύκος του οποίου η ζύμωση παρεμποδίσθη εκ προσθήκης αλκοόλης; γλεύκη των οποίων διαταράχθηκε ή σταμάτησε η ζύμωση με την προσθήκη αλκοόλης
muto
: 12 phrases in 9 subjects
Agriculture3
Communications1
Cultural studies1
Information technology1
Labor law1
Medical1
Microsoft2
Natural resourses and wildlife conservation1
Transport1

Add | Report an error | Get short URL | Language Selection Tips