DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
benzene m
chem. βενζόλη
environ. βενζένιο m; βενζόλιο/βενζένιο m
med. βενζόλιο m
epossietilbenzene m
chem. εποξυαιθυλοβενζόλιο; οξείδιο του στυρολίου; φαινυλοξιράνιο
benzene
: 4 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Coal1
General1
Health care1