DictionaryForumContacts

   Irish
Google | Forvo | +
aidiúvach form.
agric., chem. βοηθητική ουσία; επίκουρον; επικουρική ουσία; επικουρικό; προσθετικαί ουσίαι; προσθετικόν
pharma. ανοσοενισχυτική ουσία; ανοσοενισχυτικό; ενισχυτικό