dreifing | |
math. | κατανομή πιθανότητας; τυχαία κατανομή; κατανομή |
stat. | κατανομή πιθανότητας; τυχαία κατανομή; κατανομή |
z-dreifing | |
math. | κατανομή Ζ |
| |||
κατανομή πιθανότητας; τυχαία κατανομή; κατανομή | |||
κατανομή πιθανότητας; τυχαία κατανομή; κατανομή | |||
| |||
κατανομή Ζ | |||
κατανομή Ζ |
dreifing otengdrar : 2 phrases in 1 subject |
Microsoft | 2 |