English |
French |
German |
Hungarian |
Maltese |
Polish |
Romanian |
Slovene |
2% | |
met. | συμβατικό όριο; συμβατικό όριο ελαστικότητας; τεχνικό όριο διαρροής |
P+ | |
commun. | Εποπτεία Ευρωπαϊκής Συμμετοχής; P+ |
p | |
tech. el. | πίκο |
pachten | |
econ. agric. | εκμετάλλευση εκμισθώματος |
| |||
συμβατικό όριο; συμβατικό όριο ελαστικότητας; τεχνικό όριο διαρροής |