![]() |
Verordnung | |
econ. | κανονισμός; κανονισμός |
environ. | διάταξη; διάταξη/κανονισμός; ρύθμιση |
law | διάταγμα; κανονιστική απόφαση; κανονιστική πράξη |
| |||
κανονισμός | |||
διάταξη; διάταξη/κανονισμός; ρύθμιση | |||
διάταγμα; κανονιστική απόφαση; κανονιστική πράξη | |||
| |||
κανονισμός | |||
| |||
συνταγή |
Verordnung Nr. 343: 2 phrases in 1 subject |
Private international law | 2 |