Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
2
|
Trockenstoff
Trockenstoff
agric.
ξερό προϊόν
agric. industr. chem.
στερεά ύλη
;
ξηρή ύλη
;
ξηρό εκχύλισμα
;
ξηρά ουσία
chem.
άνυδρο προϊόν
;
στερεό υπόλειμμα
- only individual words found
to phrases
2) Trockenstoff
:
1 phrase
in 1 subject
Chemistry
1
Add
|
Get short URL
|
Language Selection Tips