Feld | |
construct. | άνοιγμα; φάτνωμα; στοιχείο προακτασκευασμένο |
el. | πίνακες ζεύξεως και οργάνων μετρήσεως; πύλη ζυγού ή πεδίο ζυγού |
fin. scient. | ελάχιστη βαθμίδα μεταβολής |
hobby transp. | φάτνωμα αλεξίπτωτου |
IT | πίνακας |
med. | πεδίο; πεδίο ακτινοβολίας |
System | |
med. | σύστημα |
10 : 48 phrases in 18 subjects |