Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
Umschulung
f =, -en
ed.
επαναπροσανατολισμός
m
;
επανεκπαίδευση
ed., lab.law.
επαγγελματικός αναπροσανατολισμός
;
επαγγελματική επιμόρφωση
lab.law.
επαγγελματικός επαναπροσανατολισμός
law, lab.law.
μετατροπή επαγγελματικής ειδίκευσης
;
μεταβολή επαγγελματικής ειδίκευσης
social.sc., ed.
επιμόρφωση; μετεκπαίδευση;
;
μετειδίκευση
transp., avia.
εκπαίδευση μετατροπής
berufliche
Umschulung
f
lab.law.
επαγγελματικός αναπροσανατολισμός
Umschulung
:
11 phrases
in 7 subjects
Economics
1
General
1
Insurance
1
Labor law
3
Law
2
Social science
1
Transport
2
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips