| |||
δυνατότητα f | |||
συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία | |||
λειτούργημα f; εντολή | |||
λειτουργία m | |||
| |||
λειτουργία m | |||
| |||
επάγγελμα; θέση; ιδιότητα | |||
έργο | |||
German thesaurus | |||
| |||
Im Sinne der Instandhaltung eine durch den Verwendungszweck bedingte Aufgabe |
Funktion : 233 phrases in 30 subjects |