DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Urkunde f =, -n
ed. δίπλωμα f
law στοιχεία ή έγγραφα; έγγραφο; δικόγραφο; δικαιοπρακτικό έγγραφο; νομική πράξη
AmtlicheUrkunde f
polit., law επίσημο έγγραφο
Urkunde
: 52 phrases in 9 subjects
Cultural studies1
Finances1
General7
Immigration and citizenship1
International law1
Law35
Politics3
Procedural law2
Social science1