| |||
βενζόλη | |||
βενζόλιο m; βενζένιο m; βενζόλιο/βενζένιο m | |||
| |||
εποξυαιθυλοβενζόλιο; οξείδιο του στυρολίου; φαινυλοξιράνιο |
benzene : 20 phrases in 7 subjects |
Chemistry | 6 |
Environment | 3 |
Food industry | 1 |
General | 3 |
Health care | 1 |
Medical | 5 |
Oil / petroleum | 1 |