DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
  kerros n
agric. στοίβες φιαλών
agric., industr., construct. φύλλα; στρώσις εστοιβαγμένης ξυλείας
comp., MS επικάλυψη; επίπεδο
construct. φυλλαράκι; όροφος; στρώμα,στρώσις
industr., construct. λινό ελαστικών αυτοκινήτων; συστατικό ύφασμα
life.sc. ορίζων
met. στοιβάδα
transp. στρώμα
wood. επιμέρους φύλλο; καπλαμάς; στρώση; φύλλο επικάλυψης
  2. kerros n
commun., comp. στρώμα ζεύξης δεδομένων; στρώμα σύνδεσης δεδομένων
  1. kerros n
commun., comp. επίπεδο φυσικής σύνδεσης; φυσικό στρώμα
  5. kerros n
commun., comp. στρώμα συνεδριών
  7. kerros n
commun., comp. στρώμα εφαρμογής
  6. kerros n
commun., comp. στρώμα παρουσίασης
  4. kerros n
commun., comp. στρώμα μεταφοράς
  3. kerros n
IT, tech. στρώμα δικτύου
kerros: 79 phrases in 4 subjects
Environment1
European Union76
Forestry1
Microsoft1