DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
ääriasento form.
astronaut., transp. Μέγιστη διαδρομή
el. θέση ολικής διαδρομής
pharma. επιβεβλημένη θέση; επιβεβλημένη στάση
ohjaimen ääriasento form.
astronaut., transp. Αναστολέας