DictionaryForumContacts

   Estonian
Google | Forvo | +
abijõuseade form.
transp., avia. βοηθητική μονάδα ισχύος
transp., mech.eng. μονάδα παραγωγής βοηθητικής ισχύος; συγκρότημα βοηθητικής ισχύος