volumetric | |
med. | ογκομετρικός |
expansion | |
commun. | επέκταση αντίθεσης |
econ. | ανάπτυξη; μεγέθυνση |
mech.eng. | διαστολή; εκτόνωση; εκτόνωση ατμού |
med. | εξάπλωση; επέκταση; διάδοση |
| |||
ογκομετρικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
volum. |
volumetric: 55 phrases in 14 subjects |