strategic | |
gen. | μεταξύ θεάτρων; στρατηγική; στρατηγικό; στρατηγικός |
reserve | |
environ. | απόθεμα, προστατευόμενη περιοχή; απόθεμα, προστατευόμενη περιοχή |
fin. | ποσότητα του αποθέματος; αποθεματικό |
IT | δεσμεύω |
reserves | |
econ. | αποθεματικά |
| |||
μεταξύ θεάτρων; στρατηγική; στρατηγικό; στρατηγικός |