optical | |
gen. | οπτική; οπτικό; οπτικός |
equipment | |
agric. | εξαρτισμός |
commun. empl. | τεχνικός εξοπλισμός |
environ. | εξοπλισμός; εξοπλισμός |
fin. | υλικό εξοπλισμού |
industr. | εξάρτημα |
| |||
οπτική; οπτικό; οπτικός | |||
οπτικός (opticus) | |||
English thesaurus | |||
| |||
o | |||
optical effect | |||
opt. |
optical: 111 phrases in 15 subjects |