![]() |
| multiple | |
| gen. | πολλαπλή |
| commun. | πολλαπλό |
| commun. el. | πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο |
| el. | πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα |
| array processor | |
| IT | επεξεργαστής συστοιχίας; πολυεπεξεργαστής |
| |||
| πολλαπλή | |||
| πολλαπλός; πολλαπλάσιος | |||
| |||
| πολλαπλό | |||
| πολλαπλό συνδρομητή; πολλαπλός μεταλλάκτης; πολλαπλό κύκλωμα | |||
| |||
| πολλαπλασιαστικό πεδίο; πολλαπλούν πεδίο | |||
|
multiple : 805 phrases in 43 subjects |