combination | |
busin. labor.org. account. | συγχώνευση |
fin. | συνδυασμός |
industr. construct. | συνδυασμός νημάτων στην πλοκή για την δημιουργία ανοιγμάτων |
stat. scient. | δεσμός; σύνδεση |
transp. | συνδυασμός τιμολογίων |
gravity | |
med. | βαρύτητα; βαρυτική δύναμη |
combination gravity: 1 phrase in 1 subject |
Transport | 1 |